- δερβενάκι
- και ντερβενάκι, το1. στενή δίοδος στα βουνά2. στον πληθ. Δερβενάκια (τόπων.)ονομασία διαφόρων στενών διαβάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. δερβένι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντερβενάκι — το βλ. δερβενάκι … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Παναγιώτης — (19ος αι.). Λαϊκός ζωγράφος από τη Μάνη. Είναι γνωστός από τις εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης που φιλοτέχνησε (1836 39) κατά παραγγελία του στρατηγού Μακρυγιάννη. Πληροφορίες για τη ζωή του δεν υπάρχουν. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει μόνο πως… … Dictionary of Greek
Παπασταμάτης — Επώνυμο αγωνιστών. 1. Απόστολος. Καταγόταν από το Ντεμίρι της Τεγέας. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στη Γράνα, στα Πολιανά και στο Δερβενάκι, καθώς και στην πολιορκία της Τρίπολης. Έπεσε σε μάχη εναντίον του στρατού του Ιμπραήμ (1826). 2. Γεώργιος.… … Dictionary of Greek